- παραχέω
- Αχύνω νερό ή άλλο υγρό κοντά σε κάτι, χύνω επί πλέον2. χύνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο («τὸ μύρον παραχέων βαδίζω», Πλάτ. Κωμ.)3. χύνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τοῑς σκέλεσι ἔλαιον παραχέειν», Γαλ.)4. (σχετικά με στερεές ύλες που αποτελούνται από κόκκους) χύνω, διασκορπίζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, αφήνω κάτι να τρέξει παραπλεύρως («χοῡν ἐκ τοῡ ὀρύγματος παρὰ τὰ χείλεα τοῡ ποταμοῡ παραχέουσα», Ηρόδ.)5. εκτελώ το έργο τού παραχύτη*6. παθ. εκτείνομαι, απλώνομαι παραπλεύρως («τῆς Λυδίας παρακεχυμένης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + χέω «χύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.